Οικονομικό Σπουδαστήρι

Οικονομικό Σπουδαστήρι
Γι'Αυτούς που Θέλουν Εξειδίκευση

Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2015

Ευημερία και Κοινωνική Ανισότητα στην Ελλάδα της Οικονομικής Κρίσης– Διαχρονική Εξέλιξη


"ότι ελεύθερος και εις ένα δημοκρατικό καθεστώς δεν δύναται να θεωρηθεί ούτε ο ενδεής, ούτε ο άνεργος. Ελεύθερος είναι εκείνος ο οποίος απολαμβάνει των βασικών ελευθεριών, αλλά ταυτόχρονα έχει εξασφαλίσει κάποιαν ιδιοκτησίαν, επαρκές εισόδημα δια να ικανοποιήσει τας βασικάς του ανάγκας και είναι απηλλαγμένος από τον φόβον της ανεργίας". Ξενοφών Ζολώτας (1952)


Συνηθίζεται να χρησιμοποιούμε ως  δείκτη του επιπέδου ευημερίας μιας χώρας ,το κατά κεφαλή εισόδημα. Αυτός ο δείκτης, όμως, είναι προβληματικός γιατί δεν δείχνει την κατανομή του εισοδήματος μεταξύ των ατόμων. Υπάρχει μία σχέση ανταλλαγής μεταξύ της ανισότητας και του εισοδήματος, πιο συγκεκριμένα και με βάση την προσέγγιση Συναρτήσεων Κοινωνικής Ευημερίας των Bergson & Samuelson (1979), παρατηρείται ότι χαμηλότερη ανισότητα με δεδομένο μέσο εισόδημα οδηγεί σε υψηλότερο επίπεδο κοινωνικής ευημερίας όπως αντίστοιχα και το υψηλότερο μέσο εισόδημα οδηγεί σε υψηλότερο επίπεδο κοινωνικής ευημερίας.
Στο παρόν άρθρο θα δούμε εν συντομία τη μεταβολή της ανισότητας στην Ελλάδα για τα έτη 1974 – 1994 αλλά και του έτους 2012-2013 με βάση τις αντίστοιχες έρευνες Οικογενειακών Προϋπολογισμών της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής. Θα συμπεριλάβουμε όμως και στοιχεία των συνθηκών διαβίωσης της απογραφής του 2001 και του 2011.
Όσον αφορά την ανισότητα και την φτώχεια για την περίοδο 1974-1994 βλέπουμε ότι υπήρξε σημαντική μείωση μεταξύ των ετών 1974 και 1982 όπου η φτώχεια μειώθηκε σημαντικά και μετά το 1982 η μείωση συνεχίστηκε αλλά με πιο αργούς ρυθμούς. Το διάστημα αυτό (1974-1994) υπήρξαν κάποιες μεταβολές όπως ήταν η άνοδος του εκπαιδευτικού επιπέδου αλλά και του πληθυσμού στα αστικά κέντρα οι οποίες συνετέλεσαν στη μείωση της ανισότητας. Είναι πολύ σημαντικό εδώ να επισημανθεί ότι η μείωση της ανισότητας ήταν κυρίως εντός και όχι μεταξύ των διαφορετικών ομάδων του πληθυσμού. Ενδεικτικό είναι σε αυτή την περίπτωση το παράδειγμα της ιδιοκατοίκησης όπου σε ειδική έρευνα που είχε διενεργηθεί το 1986 τα νοικοκυριά που ιδιοκατοικούσαν ήταν 50% αλλά το σημαντικό ποιοτικό στοιχείο που πρέπει να παρατηρηθεί είναι ότι οι εργάτες και άλλες λαϊκές τάξεις είχαν μειωμένα ποσοστά μεταξύ αυτών που αποκτούσαν δική τους κατοικία μετά το 1970.  Πλέον η κοινωνική αυτή διαφοροποίηση φαίνεται και από την απογραφή του πληθυσμού του 2001 όπου ειδικά για τα αθηναϊκά νοικοκυριά, αυτά που είχαν υπεύθυνο που εντάσσεται στα ελεύθερα επιστημονικά επαγγέλματα ή στα διευθυντικά στελέχη επιχειρήσεων ενοικιάζουν την κατοικία τους σε ποσοστό 23% έναντι 39% και 44% για τα νοικοκυριά που ο υπεύθυνος ανήκει στις κατηγορίες των εργατοτεχνιτών και ανειδίκευτων εργατών αντιστοίχως (ΕΚΚΕ-ΕΣΥΕ, 2005).
Υπήρξε έντονη κοινωνική όμως διαφοροποίηση και στην επιλογή των εκπαιδευτικών διαδρoμών όπου σύμφωνα με τη Λαμπίρη –Δημάκη (1974) τα υψηλά και μεσαία στρώματα επέλεγαν σπουδές που θα οδηγούσαν σε ανεξάρτητη απασχόληση υψηλού γοήτρου ενώ η εργατική τάξη προσανατολίζονταν στο δημόσιο τομέα. Ο περιορισμός όμως των προσλήψεων στο δημόσιο στα τέλη της δεκαετίας του 1980 απετέλεσε ανάχωμα για την κινητικότητα των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων. Παράλληλα, ακόμα και σε περιπτώσεις όπου δύο ήταν κάτοχοι του ιδίου διπλώματος, η κοινωνική καταγωγή των γονέων διευκόλυνε ή δυσχέραινε την πρόσβαση στην αγορά εργασίας.
Η εξαγωγή, όμως, γενικών συμπερασμάτων για την ανισότητα δεν είναι τόσο εύκολη γιατί υποαντιπροσωπεύονται οι μετανάστες αλλά και οι μεταβλητές που χρησιμοποιούνται στις ΕΟΠ αυτή της περιόδου οι οποίες δεν περιλαμβάνουν την αξία των δωρεάν ή επιδοτούμενων υπηρεσιών. Στην Ελλάδα όμως, η επίδρασή τους είναι εξαιρετικά σημαντική γιατί σε όλη αυτή την περίοδο συντελέστηκαν σημαντικές αλλαγές όπως π.χ. η επιμήκυνση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, η αύξηση του αριθμού εισακτέων στα ΑΕΙ/ΤΕΙ, η ίδρυση του ΕΣΥ κτλ. Μελέτες του εξωτερικού έχουν δείξει ότι οι κρατικές παροχές μειώνουν τη συνολική ανισότητα. Εάν οι αλλαγές προσμετρούνταν, τότε η εικόνα της μείωσης της κοινωνικής ανισότητας να ήταν καλύτερη. Την περίοδο αυτή και ειδικότερα με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία λήφθηκαν μέτρα αναδιανομής του εισοδήματος αλλά κάποια από αυτά όπως ήταν η διατήρηση σε λειτουργία μη βιώσιμων επιχειρήσεων, ήταν εξαιρετικά δαπανηρά. Ωστόσο άλλα μέτρα, μικρότερου κόστους, όπως ήταν η παροχή συντάξεων σε ηλικιωμένους που δεν είχαν τις απαραίτητες ασφαλιστικές εισφορές μείωσαν την ανισότητα.
Παρόλα αυτά η Ελλάδα, για την ίδια περίοδο, σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της ΕΕ παρέμεινε σε υψηλά ποσοστά ανισότητας αλλά και κοινωνικής διαφοροποίησης.
Αναφορικά με την περίοδο τώρα πριν από την κρίση, διαπιστώνουμε ότι η Ελλάδα είχε σταθερά και αρκετά υψηλότερα επίπεδα κοινωνικής ανισότητας και κοινωνικού αποκλεισμού σε σχέση με το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρά τη μείωση της υλικής στέρησης και της ακραίας υλικής στέρησης όλη τη δεκαετία του 2000. Η κοινωνική ανισότητα ήταν μία από τις χειρότερες στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η κατάσταση με την κρίση έγινε ακόμα χειρότερη. Η Ελλάδα έχει ένα από τα υψηλότερα επίπεδα κοινωνικής ανισότητας στην Ευρώπη.

Η Λετονία και η Πορτογαλία είναι μεταξύ των χωρών που έχουν πληγεί από την κρίση και έχουν υψηλά επίπεδα ανισότητας τα οποία όμως παρουσιάζονται καλύτερα το 2013 σε σύγκριση με το 2011 και το 2009. Αντίστοιχα, στην Ισπανία σημειώθηκε αύξηση το 2011, μεγαλύτερου βαθμού σε σχέση με την Ελλάδα, ωστόσο ο συντελεστής Gini (δείκτης εισοδηματικής ισότητας ο οποίος  όταν είναι μηδέν, δείχνει πως υπάρχει πλήρης εισοδηματική ισότητα μεταξύ των οικονομικών τάξεων του πληθυσμού, ενώ όταν είναι ένα, υπάρχει πλήρης εισοδηματική ανισότητα) έχει μειωθεί ενώ στην Ελλάδα επιδεινώνεται. Οι χώρες στις οποίες αυξήθηκε η ανισότητα πιο πολύ από ότι στην Ελλάδα για την περίοδο 2011 – 2013 ήταν η Κύπρος και η Ουγγαρία.
Συνάγεται λοιπόν το συμπέρασμα και από τα παραπάνω ότι οι μνημονιακές πολιτικές ενέτειναν την ανισότητα. Το ελληνικό κράτος πρόνοιας απέτυχε να προστατεύσει τον πληθυσμό από τις αρνητικές συνέπειες της κρίσης αλλά αυτό δεν αποτελεί έκπληξη αφού οι δαπάνες για την κοινωνική πρόνοια μειώθηκαν αμέσως μετά την εκδήλωση της κρίσης.
Η οικονομική κρίση και κυρίως ο τρόπος αντιμετώπισής της καταρρίπτει τη δήλωση του Ροβεσπιέρου στη σύμβαση του 1792 ότι «ο πρώτος κοινωνικός νόμος είναι αυτός που εξασφαλίζει σε όλα τα μέλη της κοινωνίας τα μέσα ύπαρξης», και ότι είναι υποχρέωση της Πολιτείας να παρέχει τις προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν στα μέλη της τα μέσα ύπαρξης. Διαχρονικά η Ελληνική Πολιτεία υπήρξε άδικη με τους πολίτες της όπως φαίνεται από τους δείκτες κοινωνικής ανισότητας. Μέλλει να δούμε εάν και όποτε η Ελληνική Πολιτεία θα αναλάβει το ρόλο που πρέπει να έχει και αυτός δεν είναι άλλος από την ανάπτυξη της κοινωνικής ευημερίας και όχι μόνο της ανάπτυξης των αριθμών.

Φωτεινή Μαστρογιάννη
Καθηγήτρια ΜΒΑ – Οικονομολόγος
en-athinais.webnode.gr

Βιβλιογραφία

Bergson-Samuelson Social Welfare Functions and the Theory of Social Choice (1979) The Quarterly Journal of Economics (1979) 93 (1): 73-90
ΕΚΚΕ-ΕΣΥΕ. (2005). Πανόραμα απογραφικών δεδομένων 1991-2001, ηλεκτρονική εφαρμογή βάσης δεδομένων και χαρτογραφίας (διαθέσιμη στο Ινστιτούτο Αστικής και Αγροτικής Κοινωνιολογίας του ΕΚΚΕ).
Λαμπίρη-Δημάκη, Ι. (1974). Προς μιαν ελληνική κοινωνιολογία της Παιδείας, Αθήνα: Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών.
Κατσίκας, Δ., Καρακίτσιος, Α., Φιλίνης, Κ., Πετραλιάς, Α. (2014). Έκθεση για το κοινωνικό προφίλ της Ελλάδας σε σχέση με τη φτώχεια, τον κοινωνικό αποκλεισμό και την ανισότητα πριν και μετά από την εκδήλωση της κρίσης Δημήτρης Κατσίκας, Αλέξανδρος Καρακίτσιος, Κυριάκος Φιλίνης Αθανάσιος Πετραλιάς Αθήνα, Δεκέμβριος 2014.

Παπαθεοδώρου, Χ., Δαφέρμος, Γ., Danchev, S., Μαρσέλλου, Α. (2008). Οικονομική Ανισότητα και Φτώχεια στην Ελλάδα. Συγκριτική Ανάλυση και Διαχρονικές Τάσεις. ΙΝΕ ΓΣΕΕ, Ερευνητική Ομάδα Κοινωνικής Πολιτικής, Φτώχειας και Ανισοτήτων.

Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2015

Φωτεινή Μαστρογιάννη και Γεράσιμος Γερολυμάτος Take the Money and run 09 10 15

Λιανικό Εμπόριο Τροφίμων, Ποτών και Καπνού – Κρίση για τους πολλούς αλλά όχι για τους λίγους


O κλάδος των τροφίμων, ποτών και καπνού είναι ένας από τους μεγαλύτερους στην Ελλάδα όσον αφορά τον κύκλο εργασιών, τον αριθμό των εργαζομένων που απασχολεί αλλά και τον αριθμό των επιχειρήσεων που βρίσκεται σε αυτόν.
Ο κλάδος χαρακτηρίζεται από έντονο ανταγωνισμό και οι επιχειρήσεις ως τρόπο αντίδρασης επιλέγουν τη συνεργασία με ένα πλήθος παραγωγών κάτι όμως που επιβαρύνει το κόστος διανομής το οποίο μεταφέρεται στη συνέχεια στις τιμές των προϊόντων οι οποίες και αυξάνονται. Ωστόσο λόγω του μεγάλου ανταγωνισμού, μειώνεται αντίστοιχα και η κερδοφορία των επιχειρήσεων οι οποίες μέσω των εξαγορών και συγχωνεύσεων προσπαθούν να ενδυναμωθούν.  Οι πολυεθνικές αλυσίδες ασκούν μεγάλη πίεση στα περιθώρια κέρδους και όπως έχω αναφέρει και σε άλλο μου άρθρο, η αγορά γίνεται ολιγοπωλιακή με εξαφάνιση των μικρών παικτών.
Η ολιγοπωλιακή αυτή όμως συγκέντρωση ξεκίνησε ήδη από την πενταετία 2000-2005 μέσω των μεγάλων συγχωνεύσεων και εξαγορών που πραγματοποιήθηκαν στον κλάδο.
Από το 2009 μέχρι και σήμερα το οργανωμένο εμπόριο τροφίμων έχει χάσει το 30% του τζίρου του. Ήδη 6-7 παίκτες ελέγχουν το 65% της αγοράς.
Εάν αναλύσουμε τον κλάδο χρηματοοικονομικά για τα έτη 2007, 2011 και 2012 θα δούμε ότι ήδη ο κλάδος είχε προβλήματα όπως φερ’ειπείν για τις ημέρες είσπραξης των απαιτήσεών τους. Και με αυτό το δείκτη επιβεβαιώνονται αυτά που έχουμε αναφέρει για τη συγκέντρωση της αγοράς στα χέρια λίγων γιατί ενώ οι Α.Ε. με ειδικευμένα καταστήματα μείωσαν τις ημέρες παραμονής των απαιτήσεων από 112 σε 108 και 106 αντίθετα οι μικρότερες επιχειρήσεις από 87 ημέρες που ήταν το 2007 πήγαν στις 132 ημέρες το 2012 κάτι που επιβαρύνει αισθητά τη ρευστότητά τους. Παρόλο που οι επιχειρήσεις του λιανικού εμπορίου κατόρθωσαν τα έτη αυτά να καλύπτουν τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις τους ωστόσο παραμένει το πρόβλημα του περιθωρίου μεικτού κέρδους που δεν βοηθά ειδικά τις μικρές επιχειρήσεις, μετά την αφαίρεση των λειτουργικών τους εξόδων, να έχουν ικανοποιητικό κέρδος αναλογικά με τις πωλήσεις και τα ίδια κεφάλαιά τους. Ενδεικτικά το περιθώριο μεικτού κέρδους στις ΑΕ ήταν για τα έτη 2007, 2011 και 2012 της τάξης του 0,21%, 0,20% και 0,20% ενώ για τις μικρότερες επιχειρήσεις ήταν ακόμη χειρότερα ήτοι -0,30%, 0,175 και 0,14% για τα ίδια έτη αντίστοιχα.
Ο κλάδος έδειξε κάποιες αντοχές το τελευταίο διάστημα αλλά όπως φαίνεται από τους δείκτες μάλλον θα είναι βραχυπρόθεσμες. Συγκεκριμένα, οι λιανικές πωλήσεις τον Μάιο του 2015 ανέκαμψαν (+4,2%) αλλά η καταναλωτική εμπιστοσύνη  μειώνεται για το Β’ τρίμηνο του 2015.


Το ίδιο συμβαίνει και με την καταναλωτική εμπιστοσύνη, δηλ. κάμψη εάν και είχε άνοδο τον Φεβρουάριο του 2015 κάτι όμως που δεν μας εκπλήσσει γιατί σχετικές έρευνες του καθηγητή Πανά δείχνουν ότι στις περιόδους εκλογών η καταναλωτική πίστη αυξάνεται και μετά μειώνεται σημειώνοντας πάλι αύξηση στις επόμενες εκλογές που θα ακολουθήσουν.

Απογοήτευση επικρατεί και στις επιχειρηματικές προσδοκίες όπως βλέπουμε και στον παρακάτω πίνακα.

Παρά όμως τα παραπάνω αρνητικά δεδομένα ο δείκτης τιμών καταναλωτή είναι θετικός για τα τρόφιμα κάτι που πιστοποιεί την αντίληψη για ολιγοπωλιακή συγκέντρωση της αγοράς.

Κλείνοντας, το θέμα της ολιγοπωλιακής συγκέντρωσης της αγοράς στον κλάδο αποτελεί πρόβλημα που απασχολεί όλη την ΕΕ. Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή ήδη από το 2012 γνωμοδότησε για τον κλάδο σε πανευρωπαϊκή κλίμακα αναφερόμενη στην ολιγοπωλιακή του μορφή, στην αδιαφάνεια των τιμών και στις καταχρηστικές πρακτικές έναντι των προμηθευτών κυρίως έναντι των προμηθευτών τροφίμων. Πολύ σημαντική είναι η ακόλουθη επισήμανση « Η ΕΟΚΕ διαπιστώνει την αποτυχία της αγοράς, διότι η κατάσταση, σε ένα σύστημα που δεν ρυθμίζεται επαρκώς, εξακολουθεί να επιδεινώνεται.» Την αυτορρύθμιση της αγοράς καταγγέλει η ΕΟΚΕ κατακρημνίζοντας τις σχετικές θέσεις των μονεταριστών που αποδεικνύονται στο σύγχρονο οικονομικό περιβάλλον πλήρως αποτυχημένες.

Όπως όμως αποδεικνύεται, πρόκειται για φωνή βοώντος εν τη ερήμω, γιατί η ΕΕ ακολουθεί πιστά το μονεταριστικό μοντέλο με ιδιαίτερη σκληρότητα στην περίπτωση της Ελλάδας. Συνεπώς, αναμένεται το πρόβλημα να συνεχισθεί, με μεγαλύτερη σφοδρότητα. Όπως φαίνεται και από τους παραπάνω πίνακες, η μείωση του διαθεσίμου εισοδήματος των Ελλήνων τους έχει οδηγήσει σε μείωση δαπανών αλλά όχι των τροφίμων που είναι ανελαστικό αγαθό δηλαδή ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει χωρίς τα τρόφιμα. Ως εκ τούτου, μεγάλο μέρος του διαθέσιμου εισοδήματος κατευθύνεται στα τρόφιμα, χαρακτηριστικό τριτοκοσμικών οικονομιών, με ολιγοπωλιακή συγκέντρωση της αγοράς κάτι που έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με τις αρχές της ελεύθερης αγοράς. Είναι προφανές ότι εάν συνεχισθεί αυτή η κατάσταση, οδηγούμαστε σε περαιτέρω κλείσιμο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στον κλάδο  και πλήρη εξαθλίωση του καταναλωτή κάτι που πραγματικά απευχόμαστε όλοι. 

Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2015

Μέτρα φοροδιαφυγής εναντίον πολιτών αλλά όχι εναντίον πολυεθνικών – τα νέα μέτρα του ΟΟΣΑ


Ενώ οι πολίτες κρατών όπως είναι η Ελλάδα δέχονται φορολαίλαπα, οι πολυεθνικές εξακολουθούν να φοροδιαφεύγουν. Κατά καιρούς βγαίνουν στην επικαιρότητα κάποια νέα για τη φοροδιαφυγή των πολυεθνικών βλ. Lidl, Starbucks κτλ αλλά κανένα ουσιαστικό μέτρο δεν έχει ληφθεί παρόλο που τα μέλη της Ευρωζώνης κάθε χρόνο χάνουν περίπου 1 τρισεκατομμύριο Ευρώ λόγω της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής. Το ποσό δε αυτό μπορεί να συγκριθεί με το ΑΕΠ εύπορων χωρών.
Οι πολυεθνικές είναι αρκετά ευφάνταστες στην φοροδιαφυγή χρησιμοποιώντας νόμιμους τρόπους φοροαποφυγής όπως είναι αυτός της ενδοομιλικής τιμολόγησης όπου φορολογούνται στον τόπο που είναι η έδρα τους αντί εκείνου όπου ασκούν εμπορικές δραστηριότητες.
Ο τρόπος καταπολέμησης αυτού του φαινομένου έγκειται πλήρως στον πολιτικό χειρισμό του. Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να εστιάσουν στην καταπολέμηση αυτού του φαινομένου αντί να κυνηγούν τον εύκολο στόχο που είναι ο απλός πολίτης.
Το 2013, όντως, οι χώρες των G20 ζήτησαν από τον ΟΟΣΑ να καταρτίσει μία μελέτη για την καταπολέμηση της μεταφοράς των κερδών. Πράγματι ο ΟΟΣΑ κατάρτισε μία ογκωδέστατη μελέτη και πρότεινε κάποιες δράσεις (δεκαπέντε το σύνολο) αλλά δεν φαίνεται ότι μπορούν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα με αποτελεσματικό τρόπο. Πιθανόν ο λόγος να είναι ότι ο ΟΟΣΑ δεν έχει την απαραίτητη εξειδίκευση για τον χειρισμό αυτού του θέματος.
Όπως αναφέρθηκε οι πολυεθνικές είναι ιδιαίτερα ευφάνταστες στην απόκρυψη κερδών. Ένας σύνηθης τρόπος είναι ο εσωτερικός δανεισμός εντός του ομίλου, όπου το ένα υποκατάστημα δανείζεται από το άλλο και οι χρεωστικοί τόκοι εκπίπτουν ως έξοδο. Συνήθως το υποκατάστημα που δανείζεται συνιστά και την έδρα της επιχείρησης η οποία συνήθως είναι εγκατεστημένη σε χώρες όπου ο φόρος εισοδήματος είναι μηδενικός. Ο ΟΟΣΑ συστήνει τον περιορισμό της χρήσης τέτοιου τύπου χρεωστικών τόκων και της αντίστοιχης φορολογικής έκπτωσής τους.
Ο ΟΟΣΑ προτείνει επίσης την αναφορά από χώρα σε χώρα (country by country reporting). Συνηθίζεται οι πολυεθνικές να δηλώνουν πολλά κέρδη σε χώρες που απασχολούν ελάχιστο προσωπικό. Με την πρόταση του ΟΟΣΑ, οι πολυεθνικές  θα υποχρεούνται να δηλώνουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες και έτσι να αποκαλύπτεται το παραπάνω. Τις πληροφορίες αυτές οι πολυεθνικές θα υποχρεούνται να δίνουν στις φορολογικές αρχές στις οποίες δραστηριοποιούνται επιχειρηματικά. Ωστόσο, δεν θα είναι εύκολη η διασταύρωσή τους σε διακρατικό επίπεδο γιατί η ανταλλαγή πληροφοριών τέτοιου τύπου προϋποθέτει τη σύναψη διακρατικών συμφωνιών που δεν είναι εύκολη. Διαφάνεια θα επιτυγχάνονταν εάν ο ΟΟΣΑ ζητούσε την ευρύτερη διαθεσιμότητα των πληροφοριών αυτών μέσω π.χ. της ανάρτησής τους στις ετήσιες οικονομικές αναφορές αλλά δυστυχώς δεν πρότεινε κάτι τέτοιο.
Ο ΟΟΣΑ δεν πρότεινε ουσιαστικές δράσεις και την αναμόρφωση του παγκόσμιου φορολογικού συστήματος αλλά αντίθετα προτείνει «μπαλώματα».
Στην περίπτωση των πολυεθνικών θα μπορούσαν να αναγνωρίζονται μόνο οι συναλλαγές με τρίτα μέρη και να αγνοούνται οι ενδοομιλικές συναλλαγές όπως επίσης και να φορολογούνται οι επιχειρηματικές τους δραστηριότητες στα κράτη που δραστηριοποιούνται εμπορικά και σύμφωνα με το φορολογικό δίκαιο των κρατών αυτών.
Σίγουρα μένουν πολλά να γίνουν στο θέμα της φοροαποφυγής/φοροδιαφυγής των πολυεθνικών και χρειάζεται πολιτική βούληση σε παγκόσμιο επίπεδο, η οποία, τουλάχιστον προς το παρόν, θα χαρακτηρίζονταν τουλάχιστον ως ισχνή.


 Φωτεινή Μαστρογιάννη
Οικονομολόγος, Καθηγήτρια ΜΒΑ, συγγραφέας/αρθρογράφος


Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2015

Παγκόσμια Οικονομική Κρίση – Μια σύντομη ιστορική αναδρομή


Όλοι μιλάμε και πολύ περισσότερο βιώνουμε τα αποτελέσματα της οικονομικής κρίσης. Πολλοί είναι αυτοί που πιστεύουν ότι η οικονομική κρίση είναι αποκλειστικό χαρακτηριστικό της Ελλάδας. Η κρίση είναι παγκόσμια αλλά σε κάθε κράτος ανάλογα με τις συνθήκες της οικονομίας του και την εφαρμοστέα  οικονομική πολιτική αντιμετωπίζεται με διαφορετικό τρόπο.
Οι κρίσεις στην παγκόσμια οικονομία υποτίθεται ότι είναι λογικές, αναπόφευκτες και  περιοδικές. Οι περισσότερες είναι σχεδόν πάντοτε απροσδόκητες, παρά τα προειδοποιητικά σημάδια και την προειδοποίηση των αναλυτών και των οικονομολόγων. Αυτό είναι ό,τι συνέβη με την τρέχουσα παγκόσμια  χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση. Σύμφωνα με την σχετική ορολογία, κρίση είναι μία οξεία απότομη θραύση της οικονομικής ζωής η οποία οδηγεί σε μείωση της παραγωγής των αγαθών, αυξανόμενη ανεργία, επιδείνωση των συνθηκών των εργαζομένων (Crouch, 2008:111). Αναφερόμενοι στη χρηματοπιστωτική κρίση, είναι προφανής η διαπίστωση ότι η τρέχουσα κρίση έπληξε τον χρηματοπιστωτικό τομέα. Ωστόσο, λόγω του γεγονότος ότι η πραγματική οικονομία συνδέεται στενά με τον χρηματοπιστωτικό τομέα, στο τέλος, τέτοιες κρίσεις έχουν επίπτωση σε όλους τους τομείς της οικονομίας και έχουν ως αποτέλεσμα την πτώση στην παραγωγή, την αυξημένη ανεργία, την πτώση του επιπέδου ζωής κτλ.
Η παγκόσμια οικονομική κρίση ξεκίνησε από τις ΗΠΑ.  Οι ρυθμιστικές αρχές απέτυχαν να εκτελέσουν τα κατάλληλα θεσμικά τεστ αντοχής (Kaufman & Malliaris, 2010)
Οι Kaufman & Malliaris (2010) επισημαίνουν ότι οι ΗΠΑ «είναι η μοναδική μεγάλη χώρα που δεν δημοσιεύει μία αναφορά χρηματοοικονομικής σταθερότητας που να αναλύει την ευθραυστότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος και την τρωτότητα στα σοκ ούτε συμμετέχει στο Χρηματοοικονομικό Τομέα Αξιολόγησης του Προγράμματος του ΔΝΤ – Παγκόσμιας Τράπεζας το οποίο αξιολογεί την ευθραυστότητα των τραπεζών» (Kaufman & Malliaris, 2010)
Η Depository Institutions Deregulation and Monetary Control Act του 1980, απελευθέρωσε, σε μεγάλο βαθμό, τις τράπεζες από τα προηγούμενα ανώτατα όρια θεματοφυλακής και στεγαστικών επιτοκίων, και απελευθέρωσε τους περιορισμούς που υπήρχαν στις νέες οικονομικές καινοτομίες. Το γεγονός αυτό σηματοδότησε  μια δεκαετία οικονομικής απελευθέρωσης, στην οποία διαλύθηκαν οι περίπλοκοι πιστωτικοί έλεγχοι που είχαν μετριάσει το συστημικό κίνδυνο θέτοντας εμπόδια στην ανάπτυξη μιας αγοράς ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων για  δανειολήπτες με κακή πιστοληπτική ικανότητα (Canova, 2009).
Η αντι-κεϋνσιανή επανάσταση κατέληξε το 1999 στη Gramm-Leach-Bliley Financial Services Modernization Act, η οποία ήρε πολλά από τα στοιχεία της  Glass-Steagall Act του 1929. Η τελευταία επέβαλλε  το διαχωρισμό των εμπορικών τραπεζών και των ασφαλιστικών οργανισμών από τη συμμετοχή τους στη γενικώς πιο ριψοκίνδυνη επενδυτική τραπεζική (Canova, 2009:385-386).
Ένας από τους κύριους λομπίστες για αυτή τη νομοθεσία ήταν ο Robert Rubin, πρώην επικεφαλής της Goldman Sachs και στη συνέχεια Υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης Κλίντον. Ο Rubin πίεσε για το νομοσχέδιο απορύθμισης ακόμη και όταν διαπραγματευόταν  τη μετάβασή του από το Υπουργείο Οικονομικών στη θέση του συνδιευθύνοντα στη Citigroup. Παρά την προφανή σύγκρουση συμφερόντων, ο Rubin ποτέ δεν κατηγορήθηκε για ανήθικη συμπεριφορά (Canova, 2009).
Το 2004 η αμερικανική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (SEC) αύξησε σημαντικά το ποσό της μόχλευσης των επενδυτικών τραπεζών, υπό την πίεση του τότε διευθύνοντα της Goldman Sachs και μετέπειτα Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Οικονομικών Χένρι Πόλσον. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αύξησε την  αποδεκτή μόχλευση κατοχής κεφαλαίου από δώδεκα φορές σε σαράντα φορές, ενώ, επίσης, κατέστησε τη συμμόρφωση εθελοντική (Crotty, 2009).
Από το 1981 μέχρι το 2007 οι αξίες των οικονομικών στοιχείων στις ΗΠΑ αυξήθηκαν από 4 φορές του συνολικού ΑΕΠ σε δέκα φορές, το οικιακό χρέος αυξήθηκε από 48% του ΑΕΠ σε 100% του ΑΕΠ και το ιδιωτικό χρέος αυξήθηκε από 123% του ΑΕΠ στο 290% του ΑΕΠ. Το χρέος του χρηματοπιστωτικού τομέα αυξήθηκε από το 22% του ΑΕΠ την ίδια περίοδο στο 117%. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας αύξησε τα εταιρικά κέρδη από το 10% στην αρχή της δεκαετίας του 1980 στο 40% το 2006, έχοντας μία αύξηση της συνολικής αξίας των μετοχών από το 6% στο 23% την ίδια περίοδο (Crotty, 2009).
Είναι σαφές ότι η οικονομική μόχλευση, ή η επένδυση που βασίζεται σε χρέος, και η οποία επιτράπηκε από την απελευθέρωση από το 1980 υπήρξε πολύ επικερδής για τον χρηματοπιστωτικό τομέα, και επέτρεψε την ανάπτυξη των επενδύσεων και της κατανάλωσης μέσω της επέκτασης της διαθεσιμότητας της πίστωσης.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ben Bernanke στην επιτροπή της Financial Crisis Inquiry  το 2010, η Αμερικανική χρηματοοικονομική ρύθμιση είναι ένα τοπίο με «τεράστια κενά στην εξουσία και στην επικάλυψη αρμοδιοτήτων ». (Mullard, 2011:212-3) Τα χρηματοοικονομικά έχουν  απελευθερωθεί, αλλά δεν είναι άναρχα και η  δομή και εκτέλεση της ρυθμιστικής εποπτείας σε αυτά είναι συνεπώς ζωτικής σημασίας για τη διαχείριση του συστημικού κινδύνου. Από το 1998 έως το 2008 ο χρηματοπιστωτικός κλάδος ξεπέρασε τα 1,7 δισεκατομμύρια δολάρια σε συνεισφορές σε πολιτικές εκστρατείες  και 3,4 δισεκατομμύρια δολάρια για lobbying σε ομοσπονδιακούς αξιωματούχους (Wall Street Watch,2009).
Η κυβέρνηση Ομπάμα έχει επίσης επικριθεί για την ανάθεση της διαχείρισης της κρίσης σε υπαλλήλους που εργάστηκαν για λογαριασμό του 
χρηματοπιστωτικού κλάδου. Ανάμεσα σε αυτούς βρίσκονται ο  υπουργός Οικονομικών Timothy Geithner, ο επικεφαλής Οικονομικός Σύμβουλος Larry Summers, και ο πρώην υπουργός Οικονομικών και διευθύνων σύμβουλος της Goldman Sachs.
Είναι πλέον ευρέως αποδεκτό ότι η οικονομική κρίση προήλθε από τις αδυναμίες της αγοράς sub-prime των ΗΠΑ. Κατά τη διάρκεια του 2007, οι υποχρεώσεις στην αγορά αυτή αυξήθηκαν απότομα, παρά την προσδοκία ότι κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε προβλήματα (Crouch, 2008). Το γεγονός αυτό είχε πολύ μεγαλύτερο από το αναμενόμενο αντίκτυπο στις διεθνείς αγορές.
Βεβαίως, η σύνδεση μεταξύ της αθέτησης της εκπλήρωσης υποχρεώσεων στο Σικάγο και τον πανικό απόσυρσης των καταθέσεων από τα πιστωτικά ιδρύματα στην Ευρώπη και την Ασία είναι  μία περίπλοκη υπόθεση. Στην απλούστερη μορφή της , η σύνδεση αυτή περιελάμβανε τη δημιουργία πακέτων sub-prime δανείων στις ΗΠΑ, τα οποία πωλήθηκαν χονδρικώς και λιανικώς σε επενδυτές, τα έσοδα των οποίων χρησιμοποιήθηκαν στη συνέχεια για νέα δάνεια, αποφεύγοντας με αυτόν τον τρόπο τις υφιστάμενες ρυθμιστικές απαιτήσεις κεφαλαίου (Schwartz, 2008). Η μείωση της πρωταρχικής αποτίμησης των αρχικά τιτλοποιημένων απαιτήσεων που ακολούθησε την αύξηση των αθετήσεων των υποκείμενων υποχρεώσεων, οδήγησε σε μείωση της αξίας της αγοράς και, κατά συνέπεια, της συνολικής αξίας των χαρτοφυλακίων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων σε όλο τον κόσμο (Langley, 2008). Αντιμετωπίζοντας την ανάγκη αντικατάστασης των ιδίων κεφαλαίων τους, τα ιδρύματα αυτά περιόρισαν τη δανειοδοτική τους δραστηριότητα, ιδιαίτερα στη διατραπεζική  αγορά η οποία παρέχει το μεγαλύτερο μέρος της βραχυπρόθεσμης ρευστότητας. Ο σχηματισμός μιας νέας, πιο προσεκτικής προσέγγισης στον επενδυτικό κίνδυνο είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του κόστους των διατιθέμενων κονδυλίων, δηλαδή την αύξηση των επιτοκίων στη διατραπεζική αγορά (Crouch, 2008).
Η κρίση ήταν  πλέον μεταδοτική.Οι πιο σημαντικές εξελίξεις στην οικονομική κρίση του 2008 σημειώθηκαν κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους. Μετά την πτώχευση της επενδυτικής τράπεζας Lehman Brothers στις ΗΠΑ το Σεπτέμβριο, οι διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές περιήλθαν σε μια βαθύτερη κατάσταση κρίσης. Καθώς αρχικά τα αμοιβαία κεφάλαια της αγοράς χρήματος και άλλοι επενδυτές έπρεπε να διαγράψουν τις διασυνδεδεμένες με τη Lehman Brothers επενδύσεις, οι προβληματισμοί σχετικά με τον αυξημένο κίνδυνο του αναδόχου  πολλαπλασιάστηκαν, καταλήγοντας σε εκκαθαρίσεις μεγάλης κλίμακας, οι οποίες σάρωσαν ακόμη και τις ασφαλέστερες επενδύσεις και οδήγησαν μεγάλα τμήματα του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος σε δυσλειτουργία (Crouch, 2008).
Με το αποτελεσματικό πάγωμα των πιστωτικών αγορών και των αγορών χρήματος και τη μεγάλη μείωση των τιμών των μετοχών (Langley, 2008), οι τράπεζες και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα είδαν να περιορίζεται η πρόσβασή τους στη χρηματοδότηση και την κεφαλαιακή τους βάση να συρρικνώνεται λόγω των συσσωρευμένων ζημιών από τη μείωσης της αξίας (Schwartz, 2008). Η διαφορά (spread) του κόστους της παροχής πίστωσης αυξήθηκε σε επίπεδα ρεκόρ, οι τιμές των μετοχών σημείωσαν ιστορική πτώση, και η αστάθεια αυξήθηκε σε όλες τις αγορές, οδηγώντας σε ακραία αδιέξοδα της αγοράς (Crouch, 2008).
            Οι διεθνείς εξελίξεις στην αγορά κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2008 χαρακτηρίστηκαν από τέσσερις λίγο έως πολύ διακριτές φάσεις. Η πρώτη φάση περιελάμβανε την πτώχευση της επενδυτικής τράπεζας Lehman Brothers στα μέσα Σεπτεμβρίου και την απόκτηση των δύο μεγάλων στεγαστικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στις ΗΠΑ Η δεύτερη φάση περιελάμβανε τις άμεσες συνέπειες από την πτώχευση της Lehman Brothers στις αγορές και την εκτεταμένη κρίση εμπιστοσύνης που προκλήθηκε εξαιτίας αυτής. Η τρίτη φάση, ξεκίνησε στα τέλη Σεπτεμβρίου, και χαρακτηρίζεται από ταχεία και ευρεία πολιτική δράση για την αντιμετώπιση της κρίσης που εξελίχθηκε (Crouch, 2008).Η δράση αυτή αφορούσε την υιοθέτηση μιας πιο συστηματικής διεθνής προσέγγισης. Στην τέταρτη φάση, η οποία ξεκίνησε στα μέσα του Οκτωβρίου, οι αποτιμήσεις στη χρηματιστηριακή αγορά άρχισαν να κυριαρχούνται από αυξανόμενους φόβους για ύφεση στις οικονομίες, ενώ η συμπεριφορά των αγορών συνέχισε να επηρεάζεται από αβεβαιότητα σχετικά με την αποτελεσματικότητα της πολιτικής της νέας διαδικασίας λήψης μέτρων.
Η χρηματοπιστωτική αναταραχή εντάθηκε και εξαπλώθηκε γρήγορα τόσο στις πιστωτικές όσο και στις χρηματιστηριακές αγορές και το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα εν γένει. Η προσδοκία της αύξησης του  αντισυμβαλλόμενου κινδύνου οδήγησε σε μια μεγάλη και ξαφνική αύξηση του ασφαλίστρου κινδύνου, όπως αυτό αποτυπώνεται στην τιμή των credit default swaps (CDS). Οι μακροπρόθεσμες αποδόσεις των κρατικών ομολόγων μειώθηκαν και τα carry trades διογκώθηκαν καθώς η μείωση της εμπιστοσύνης στις αγορές οδήγησε σε μια νέα ροή κεφαλαίων σε τίτλους χαμηλού ρίσκου. Η μεταβλητότητα των τιμών σε όλες τις αγορές αυξήθηκε ακόμη περισσότερο μέσα στις επόμενες εβδομάδες, καθώς οι επενδυτές προχώρησαν σε συνεχείς πωλήσεις των επενδύσεών τους (Wade, 2009).
Αυτή ήταν μία μικρή σύντομη ιστορική αναδρομή της οικονομικής κρίσης στις ΗΠΑ η οποία διαχύθηκε, λόγω της παγκοσμιοποίησης, και στις υπόλοιπες χώρες. Οι προτάσεις των ειδικών για τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν, τουλάχιστον σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης διίστανται και η μέχρι στιγμής αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης  κρίνεται μάλλον ως αναποτελεσματική.
















Βιβλιογραφία
Canova, T.A. 2009.Financial Market Failure as a Crisis in the Rule of Law: from
Market Fundamentalism to a New Keynesian Regulatory Model,  Harvard Law
& Policy Review 3 (2), pp. 369-396.

Crotty, J. 2009.Structural Causes of the Global Financial Crisis: a Critical Assessment of the New Financial Architecture. Cambridge Journal of Economics 33, pp.563-580.

Crouch, C 2008.Presentation at the Workshop, The Political Economy of the Subprime Crisis – The Economics, Politics and Ethics of Response, University of Warwick, 18-19th September 2008.

Kaufman, G.G. and Malliaris, A.G 2010.The Financial Crisis of 2007–2009: Missing Financial Regulation Or Absentee Regulators? , New Jersey: John Wiley & Sons, Inc.

Langley, P 2008. When Credit Becomes Debt: Foreclosures and Forbearance
in SubPrime Mortgages, Paper presented at the Workshop, Warwick  University,
18-19th Sept.

Mullard, M 2011.Explanations of the Financial Meltdown and the Present Recession.”
The Political Quarterly, 82(2), pp.204-221.

Schwartz, H 2008.Housing, Global Finance and American Hegemony: Building
Conservative Politics One Brick at a Time, in: Comparative European Politics, 6(3),
pp. 262-284.

Wall Street Watch. 2009.Sold Out: How Wall Street and Washington Betrayed America. In Wall Street Watch Reports. March.